- ὄρειος
- ὄρειος1 mountain
ὀρειᾶν γε Πελειάδων N. 2.11
πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις fr. 357.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὀρειᾶν γε Πελειάδων N. 2.11
πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις fr. 357.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὄρειος — of masc nom sg ὄρειος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρειος — εία, ο (Α ὄρειος εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. οὔρειος, εία, ον) (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη, ορεινός, βουνήσιος («ὕλης ὀρείας», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «ορεία κρύσταλλος» (ορυκτ.) διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλαζίας, η… … Dictionary of Greek
οὔρειον — ὄρειος of masc acc sg (epic ionic) ὄρειος of neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ὄρειος of masc/fem acc sg (epic ionic) ὄρειος of neut nom/voc/acc sg (epic ionic) οὔρειος of masc acc sg οὔρειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειοτέρων — ὄρειος of fem gen comp pl ὄρειος of masc/neut gen comp pl ὄρειος of fem gen comp pl ὄρειος of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρείων — ὄρειος of fem gen pl (epic ionic) ὄρειος of masc/neut gen pl (epic ionic) ὄρειος of masc/fem/neut gen pl (epic ionic) οὔρειος of fem gen pl οὔρειος of masc/neut gen pl οὐρεῖον fortress neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρείου — ὄρειος of masc/neut gen sg (epic ionic) ὄρειος of masc/fem/neut gen sg (epic ionic) οὔρειος of masc/neut gen sg οὐρεῖον fortress neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρειος — ὄρειος of masc nom sg (epic ionic) ὄρειος of masc/fem nom sg (epic ionic) οὔρειος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειοτέροισι — ὄρειος of masc/neut dat comp pl (epic ionic aeolic) ὄρειος of masc/neut dat comp pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείους — ὄρειος of masc acc pl ὄρειος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρειοι — ὄρειος of masc nom/voc pl ὄρειος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρειᾶν — ὄρειος of masc/fem gen pl (epic doric ionic) οὔρειος of masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)